- πυρσωρίδα
- η, / πυρσωρίς, -ίδος, ΝΜΑνεοελλ.ναυτ. μικρό σκάφος ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. καραβοφάναρομσν.-αρχ.φάρος από όπου έκαναν σήματα με πυρσούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + -ωρός (βλ. λ. ὁρῶ) + επίθημα -ίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.